αναβαλλόμενος — ο (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) λέγεται χωρίς κάποια ορισμένη σημ. σε φρ. όπως «τού έψαλα τον αναβαλλόμενο», «άκουσε τον αναβαλλόμενο» κ.λπ., για να δηλώσει έντονες παρατηρήσεις και επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
προσεπιπλήσσω — και αττ. τ. προσεπιπλήττω Α επιπλήττω κι εγώ, κάνω κι εγώ εκτός τών άλλων επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
τσάταλο — και τσατάλι, το, Ν 1. χοντρό διχαλωτό ραβδί 2. συνεκδ. ραβδισμός, ξυλοκόπημα 3. φρ. «τρώω τσάταλο» i) δέχομαι επιπλήξεις ii) ξυλοκοπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catal] … Dictionary of Greek
ψαλτήρι(ο) — το / ψαλτήριον, ΝΜΑ εκκλ. το βιβλίο Ψαλμοί της Παλαιάς Διαθήκης, η Βίβλος Ψαλμών νεοελλ. 1. ανατ. πέταλο διασταυρούμενων νευρικών ινών τού εγκεφάλου 2. μτφ. επίμονα παράπονα ή συνεχείς επιπλήξεις αρχ. 1. κατηγορία έγχορδων μουσικών οργάνων που… … Dictionary of Greek
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek